Μερικές εβδομάδες μετά το πέρας των φοιτητικών εκλογών και μόλις τα νέα Διοικητικά Συμβούλια αρχίζουν να αναλαμβάνουν τις αρμοδιότητές τους, έρχεται ο απολογισμός τους. Για ακόμη μια χρονιά, παρά τα έντονα πολιτικά τεκτενόμενα, τα ποσοστά αποχής που σημειώθηκαν ήταν εξαιρετικά σημαντικά, εγείροντας ερωτήματα για το ενδιαφέρον συμμετοχής της γενιάς μας στην πολιτική σκηνή.
Σύμφωνα με την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) η προσέλευση των φοιτητών περιορίστηκε στους κατά προσέγγιση 45.000 φοιτητές (με την ΠΚΣ να εκτιμά 52.745 και την ΔΑΠ-ΝΔΦΚ 49.660) από το σύνολο των 361.880 εγγεγραμμένων προπτυχιακών φοιτητών. Τα στοιχεία μεταφράζονται σε περίπου 12 – 14% των φοιτητών, οι οποίοι επιλέγουν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και να υποστηρίξουν τους υποψηφίους που πρόκειται να τους εκπροσωπήσουν στο φοιτητικό σύλλογο. Εκτός των εκλογών, ως κορωνίδα των διαδικασιών των συλλόγων, η ελλειπής συμμετοχή των φοιτητών, διαφαίνεται και στις υπόλοιπες διαδικασίες, όπως στις γενικές συνελεύσεις, στις οποίες σπάνια συμμετέχουν όλες οι παρατάξεις και ορισμένες φορές καταλήγουν να μην συγκεντρώνουν τον απαραίτητο αριθμό συμμετεχόντων - δηλαδή το 1/40 των ψηφισάντων - για την διεξαγωγή τους. Οι διαδικασίες του φοιτητικού συλλόγου, όμως, δεν διεξάγονταν ανέκαθεν υπό τέτοιες συνθήκες.
Η φοιτητική συλλογική δράση συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οι πρώτες – με την μορφή που είμαστε εξοικειωμένοι- φοιτητικές κινητοποιήσεις παρατηρούνται στην χώρα ήδη από τον 19 ο αιώνα: Οι πρώτες διαμαρτυρίες φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1837, αφορούσαν τις συνθήκες φοίτησής και καθηγητικές αυθαιρεσίες. Στα επόμενα χρόνια του 20 ο αιώνα, το φοιτητικό κίνημα θα αρχίσει να αντανακλά ολοένα και περισσότερο τις ανάγκες των φοιτητών που το στελέχωναν. Το 1930, για παράδειγμα, όποτε η ανώτατη εκπαίδευση απευθυνόταν προ πάντων στην «αστική» ή «ανώτερη» τάξη που διαπνεόταν από πιο συντηρητικές παραδοσιακά ιδεολογίες, ιδρύθηκε ο Εθνικός Παμφοιτητικός Σύλλογος, ο οποίος διακρινόταν από φιλοκυβερνητικά και αντικομουνιστικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, στην μετεμφυλιακή περίοδο ο κοινωνικός διχασμός ανάμεσα σε προοδευτικούς και συντηρητικούς αποτυπώθηκε στην οργάνωση των φοιτητών. Το 1973, η φοιτητική οργάνωση κορυφώθηκε και ανέδειξε την αγανάκτηση της φοιτητικής κοινότητας προς το δικτατορικό καθεστώς, με τις ιστορικές καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Τα γεγονότα του Φεβρουαρίου και Νοεμβρίου στιγμάτισαν την πορεία του φοιτητικού κινήματος και ανέδειξαν την δυναμική και την σημασία του ως την φωνή της νεολαίας στην ελληνική κοινωνία.
Στην Μεταπολίτευση, όποτε η ελληνική πολιτική σκηνή μετασχηματίστηκε ριζικά και δημιουργήθηκαν τα κυρίαρχα κόμματα, ακόμη και της σημερινής Βουλής, παράλληλα σχηματίστηκαν και οι φοιτητικές παρατάξεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε εκείνα. Ακολούθησαν περίπου δύο δεκαετίες έντονης φοιτητικής πολιτικοποίησης και κυρίως κομματοποίησης. Σήμερα το περιεχόμενο φοιτητικών κινητοποιήσεων συνεχίζει να αφορά κυρίως θέματα παιδείας αλλά και κοινωνικά: Σε μικρή κλίμακα, ανά σύλλογο για τα καθημερινά ζητήματα της εκάστοτε σχολής, παραδείγματος χάριν σχετικά με τις συνθήκες φοίτησης, την σίτιση, το πρόγραμμα σπουδών και τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ή και σε μεγαλύτερη κλίμακα, όπως αποδείχθηκε με τις κινητοποιήσεις κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων, του Άρθρο 16 και για τα Τέμπη.
Παρ όλα αυτά, όπως φάνηκε από τα ποσοστά των εκλογών, οι εν λόγω διαδικασίες δεν φαίνεται να ενεργοποιούν την πλειοψηφία των φοιτητών. Η αποχή από τις φοιτητικές πρέπει να είναι μάλλον αναμενόμενη, ως μια αποτύπωση της ευρύτερης στάσης της GenZ απέναντι στην πολιτική. Δεν είναι άγνωστο, ότι η γενιά μας, αλλά και συνολικά η ελληνική κοινωνία, σταδιακά αποστρέφεται την πολιτική, καθώς και στις εθνικές εκλογές τα ποσοστά αποχής, άγγιξαν φέτος το 46%. Πριν από το ταραγμένο 2008 η αποχή στις εθνικές εκλογές δεν ξεπερνούσε το 30%, αλλά στις φοιτητικές οι διακυμάνσεις ήταν μεγάλες. Το 1997 η αποχή κυμάνθηκε περίπου στο 70%, επηρεασμένη από την τότε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Το υψηλότερο ποσοστό που σημειώθηκε εκείνη την περίοδο ήταν 78% (2000-2001), υποδηλώνοντας κρίση νομιμοποίησης των φοιτητικών εκπροσώπων. Μόνο το 2009, στον απόηχο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου αυξήθηκε σημαντικά η συμμετοχή των φοιτητών στο στις εκλογές, η οποία τις επόμενες χρονιές άρχισε εκ νέου να φθίνει.
Συνοπτικά, η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές επηρεαζόταν από πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, με τάσεις αποχής να αυξάνονται σε περιόδους πολιτικής κρίσης ή απογοήτευσης από τις φοιτητικές παρατάξεις. Παρά τις προσπάθειες ανανέωσης και μεταρρυθμίσεων, η εμπιστοσύνη των φοιτητών στο φοιτητικό συνδικαλισμό παρουσίαζε διακυμάνσεις, αντανακλώντας ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές τάσεις. Ανεξάρτητα από την συμμετοχή στις εθνικές εκλογικές διαδικασίες, οι φοιτητικές υποτροπίασαν σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Προφανώς, η συμμετοχή – ή ορθότερα ή μη συμμετοχή- αναδεικνύει ορισμένες δυσκολίες της ελληνικής κοινωνίας να απαντήσει σε δυσχέρειες που προκύπτουν από την πολιτική διαχείριση της χώρας, όπως την στεγαστική κρίση, τον πληθωρισμό, τα προβλήματα στον τομέα της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος, τα οποία ολοένα και περισσότερο προβληματίζουν την γενιά μας. Μέσα σε 15 χρόνια, η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημίες, με την οικονομική κρίση και τις μνημονιακές πολιτικές, τις πυρκαγιές στο Μάτι και την υπόθεση των Τεμπών να δημιουργούν μια κατάσταση που προσομοιάζει αδιέξοδο. Φαίνεται, ότι τα μέλη των φοιτητικών συλλόγων, είτε λόγω αδυναμίας ταύτισης με τις παρατάξεις, είτε λόγω της γενικότερης πολιτικής απογοήτευσης, δεν κατόρθωσαν να εκφραστούν ουσιαστικά μέσα από αυτούς. Υπό αυτήν την έννοια, αυτούσια η αποχή αποτελεί ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα, το οποίο μάλλον μένει αναπάντητο.