
Πριν από λίγες ημέρες έπεσε στην αντίληψή μου ένα συγκινητικό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Πάμπλο Νερούδα, με τίτλο Η Πάμπα του Νίτρου. Το διάβασα ως επίμετρο στην έκδοση της Αφηγήτριας Ταινιών του Hernán Rivera Letelier από τις εκδόσεις Αντίποδες. Λίγες μέρες αργότερα το αναζήτησα στο διαδίκτυο, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι η μοναδική αναφορά σε αυτό είναι μια ανάρτηση σε ένα φόρουμ ονόματι «οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», μια αφιέρωση σε ένα μέλος που είχε φύγει από τη ζωή.
Και κάπως έτσι, μέσα από μια τόσο ανθρώπινη και συγκινητική χειρονομία μνήμης, σώζεται και φτάνει σε εμάς ένα κείμενο που διαφορετικά ίσως να είχε χαθεί. Το παραθέτω λοιπόν εδώ, με την ελπίδα ότι θα μεταδοθεί, θα αρχειοθετηθεί κάπου στις “ντουλάπες” του διαδικτύου, και ότι ίσως ένας ή δύο άνθρωποι που θα περάσουν από το blog μας θα του ρίξουν μια ματιά και θα έρθουν σε επαφή με την απίστευτη γραφή του Νερούδα.
Και για να σας καθησυχάσω, όσο “performative” κι αν μοιάζει αυτό το ποστ, κι εγώ πρώτη φορά τον Νερούδα τον διάβασα μέσα από αυτό εδώ το απόσπασμα.
Καλή Ανάγνωση,
Πέτρος
Στα τέλη του 1943 επέστρεψα και πάλι στο Σαντιάγο. Εγκαταστάθηκα σε ιδιόκτητο σπίτι, που είχα αποκτήσει μετά από τόσα χρόνια χάρη στο σύστημα πρόνοιας. Σ’ εκείνο το σπιτικό με τα μεγάλα δέντρα συγκέντρωσα τα βιβλία μου και ξεκίνησα για μια ακόμα φορά τη δύσκολη ζωή.
Αναζήτησα και πάλι την ομορφιά της πατρίδας μου, το κάλλος της άγριας φύσης, τη γοητεία των γυναικών, τη δουλειά των συντρόφων, την ευφυΐα των συμπατριωτών μου.
Η χώρα δεν είχε αλλάξει. Κάμποι και χωριά μουδιασμένα, τρομερή φτώχεια στις περιοχές των ορυχείων και ο καλός κόσμος να γεμίζει τα Κάουντρυ Κλαμπ. Έπρεπε να πάρω θέση.
Η απόφασή μου έφερε διώξεις, αλλά και στιγμές μοναδικές.
Ποιος ποιητής θα το μετάνιωνε;
Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που χρόνια μετά μου πήρε συνέντευξη για όσα πρόκειται να αφηγηθώ, το διατύπωσε ωραία στο άρθρο του: «Δεν είμαι κομμουνιστής, αλλά θα γινόμουν αν ήμουν Χιλιανός ποιητής, όπως έγινε και ο Πάμπλο Νερούδα. Εδώ πρέπει να πάρει κανείς θέση, ή με τις Κάντιλακ ή με τον κοσμάκη που δεν έχει ούτε σχολεία ούτε παπούτσια».
Αυτός ο κοσμάκης ο χωρίς σχολεία και χωρίς παπούτσια με εξέλεξε γερουσιαστή της Δημοκρατίας στις 4 Μαρτίου 1945. Θα καμαρώνω πάντοτε για το γεγονός ότι με ψήφισαν δεκάδες χιλιάδες Χιλιανοί από την πιο τραχιά περιοχή της Χιλής, την περιοχή των μεγάλων ορυχείων του χαλκού και του νίτρου.
Η πάμπα είναι τόπος άγριος και δύσβατος. Στα μέρη της κάνει μισό αιώνα να βρέξει και η έρημος διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά των μεταλλωρύχων. Τα πρόσωπά τους είναι καμένα. Όλη αυτή η έκφραση της μοναξιάς και της εγκατάλειψης κατακάθεται στα σκούρα έντονα μάτια τους. Το να ανέβεις από την έρημο προς την Κορδιλιέρα, να μπεις σε κάθε φτωχόσπιτο, να γνωρίσεις τις απάνθρωπες δουλειές, να νιώσεις ότι πάνω σου αποθέτουν τις ελπίδες τους άνθρωποι απομονωμένοι και καταποντισμένοι είναι βαριά ευθύνη. H ποίησή μου ωστόσο άνοιξε ένα δίαυλο επικοινωνίας και κατάφερα να περπατήσω και να κυκλοφορήσω στον τόπο τους, να γίνω δεκτός σαν παντοτινός αδερφός από όσους συμπατριώτες μου ζούσαν σ’ αυτές τις συνθήκες της σκληρής βιοπάλης.
***
Δεν θυμάμαι αν ήταν στο Παρίσι ή στην Πράγα που μου γεννήθηκε μια μικρή αμφιβολία για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις των φίλων που είχα εκεί. Σχεδόν όλοι τους ήταν συγγραφείς, ή φοιτητές οι λιγότερο μορφωμένοι.
«Μιλάμε πολύ για τη Χιλή», τους είπα, «σίγουρα επειδή εγώ είμαι Χιλιανός. Όμως ξέρετε τίποτα για την τόσο μακρινή μου χώρα; Για παράδειγμα, με τι μετακινούμαστε; Με ελέφαντες, με αυτοκίνητα, με τραίνα, με αεροπλάνα, με ποδήλατα, με καμήλες, με έλκηθρα;»
Πλειοψήφησε, και μάλιστα στα σοβαρά, η απάντηση «με ελέφαντες».
Στη Χιλή δεν υπάρχουν ούτε ελέφαντες ούτε καμήλες. Καταλαβαίνω όμως ότι αποτελεί αίνιγμα μια χώρα που ξεκινά από τον παγωμένο Νότιο Πόλο και εκτείνεται μέχρι τα νιτροτόπια και τις ερήμους, όπου κάνει να βρέξει μέχρι και εκατό χρόνια. Αυτές τις ερήμους έπρεπε για χρόνια να τις διατρέχω ως γερουσιαστής εκλεγμένος από τους κατοίκους εκείνων των απομονωμένων περιοχών, ως εκπρόσωπος των αμέτρητων εργατών του νίτρου και του χαλκού, που ποτέ δεν φόρεσαν κολάρο και γραβάτα.
Όταν φτάνεις σε εκείνα τα υψίπεδα, όταν αντικρίζεις εκείνες τις απέραντες αμμώδεις εκτάσεις, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στη σελήνη. Αυτός ο έρημος πλανήτης κρατά στα σπλάχνα του τον μεγάλο πλούτο της χώρας μου, χρειάζεται όμως να εξορύξεις από το ξερό χώμα κι από τα βραχώδη βουνά το λευκό λίπασμα και το κόκκινο μετάλλευμα. Δεν υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο όπου η ζωή είναι ταυτόχρονα τόσο σκληρή και τόσο απογυμνωμένη από κάθε κίνητρο να τη ζήσεις. Είναι ανείπωτες οι θυσίες που απαιτούνται για να κουβαλήσεις λίγο νερό, για να συντηρήσεις ένα φυτό που θα σου δώσει το πιο ταπεινό λουλούδι, για να θρέψεις έναν σκύλο, ένα κουνέλι, ένα γουρούνι.
Εγώ κατάγομαι από την άλλη άκρη της χώρας. Γεννήθηκα σε μέρη καταπράσινα, κοντά στα μεγάλα δάση της ζούγκλας. Στα παιδικά μου χρόνια έβρεχε και χιόνιζε. Και μόνο το γεγονός ότι βρέθηκα σε εκείνη τη σεληνιακή έρημο αποτέλεσε ανατροπή στη ζωή μου. Το να εκπροσωπήσω στο κοινοβούλιο εκείνους τους ανθρώπους, την απομόνωσή τους, τις απέραντες εκτάσεις τους, ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα. Η γυμνή γη, χωρίς το παραμικρό χορτάρι, χωρίς μια στάλα νερό, είναι μυστικό τεράστιο και απρόσιτο. Κάτω από τα δέντρα, πλάι στα ποτάμια, τα πάντα μιλούν στον άνθρωπο. Η έρημος αντίθετα είναι πάντα βουβή. Εγώ καταλάβαινα τη γλώσσα της, δηλαδή τη σιωπή της.
***
Για πάρα πολλά χρόνια, οι εταιρείες του νίτρου αποτελούσαν πραγματικά τσιφλίκια, φέουδα ή βασίλεια στην πάμπα. Οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, οι κάθε λογής κατακτητές περιέκλειαν τις εκτάσεις της παραγωγής και τους έδιναν τα ονόματα των εταιρειών. Εκεί επέβαλλαν το δικό τους νόμισμα. Απαγόρευαν κάθε είδους συγκέντρωση. Τα κόμματα και ο λαϊκός τύπος ήταν προγραμμένα. Κανείς δεν μπορούσε να μπει στους χώρους αυτούς χωρίς ειδική άδεια, την οποία μάλιστα ελάχιστοι κατάφερναν να βγάλουν.
Ένα βράδυ κουβέντιαζα με τους εργάτες μιας μονάδας επεξεργασίας νίτρου στην περιοχή της Μαρία-Ελένα. Το πάτωμα του τεράστιου χώρου ήταν μονίμως λασπωμένο από τα νερά, τα λάδια και τα οξέα. Εγώ και οι συνδικαλιστές που με συνόδευαν περπατούσαμε πάνω σε τάβλες για να μη βουλιάξουμε στις λάσπες.
«Αυτές οι τάβλες», μου είπαν, «μας κόστισαν δεκαπέντε απεργίες στη σειρά, οχτώ χρόνια διεκδικήσεων και εφτά νεκρούς».
Το τελευταίο συνέβη σε μια απ’ αυτές τις απεργίες, όταν η αστυνομία της εταιρείας συνέλαβε επτά πρωτεργάτες. Οι χωροφύλακες πήγαιναν καβάλα, ενώ οι εργάτες δεμένοι μ’ ένα σκοινί τους ακολουθούσαν περπατώντας στην άμμο της ερήμου. Τους σκότωσαν με μερικές ντουφεκιές. Τα σώματά τους έμειναν εκτεθειμένα στον ήλιο και το κρύο της ερήμου, μέχρι που τα βρήκαν και τα έθαψαν οι σύντροφοί τους.
Παλιότερα τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Για παράδειγμα το 1906, στο Ικίκε, οι απεργοί κατέβηκαν στην πόλη από όλες τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας νίτρου, για να υποβάλουν τα αιτήματά τους απευθείας στην κυβέρνηση. Χιλιάδες άνθρωποι εξουθενωμένοι από το δρόμο μαζεύτηκαν για να ξαποστάσουν σε μια πλατεία, μπροστά σε ένα σχολείο. Το πρωί θα πήγαιναν να δουν τον κυβερνήτη, να του εκθέσουν τα αιτήματά τους. Αλλά δεν έφτασαν ποτέ. Το ξημέρωμα, ο στρατός με επικεφαλής έναν συνταγματάρχη περικύκλωσε την πλατεία. Χωρίς να πουν λέξη, άρχισαν να πυροβολούν και να σκοτώνουν. Πάνω από έξι χιλιάδες άντρες έπεσαν σ’ εκείνο το μακελειό.
***
Το 1945 τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, ωστόσο μερικές φορές μου φαινόταν ότι ξαναγυρνούσαμε στην εποχή της εξολόθρευσης. Μια φορά, μου απαγόρεψαν να μιλήσω στους εργάτες στα γραφεία του συνδικάτου. Τους κάλεσα τότε έξω από το χώρο και μες στη μέση της ερήμου άρχισα να τους εξηγώ την κατάσταση, τους πιθανούς τρόπους για να σταματήσει η διαμάχη. Θα ήμασταν καμιά διακοσαριά. Σε λίγο άκουσα θόρυβο μηχανής και είδα να πλησιάζει στα τέσσερα πέντε μέτρα από το σημείο όπου μιλούσα ένα τανκς του στρατού. Άνοιξε η καταπακτή και από το άνοιγμα πρόβαλε ένα μυδραλιοβόλο που με σημάδευε στο κεφάλι. Μαζί με το όπλο εμφανίστηκε κι ένας αξιωματικός, όλο πόζα αλλά πολύ σοβαρός, που δεν έπαψε να με κοιτάζει όση ώρα συνέχιζα την ομιλία μου. Αυτό ήταν όλο.
***
Η εμπιστοσύνη που είχαν στους κομμουνιστές όλοι εκείνοι οι εργάτες, πολλοί από τους οποίους ήταν αναλφάβητοι, οφειλόταν στον Λουίς Εμίλιο Ρεκαμπάρρεν, που ξεκίνησε τον αγώνα σ’ εκείνη την περιοχή της ερήμου. Από απλός ταραχοποιός εργάτης, πρώην αναρχικός, ο Ρεκαμπάρρεν μεταβλήθηκε σε μια κολοσσιαία και επιβλητική μορφή. Γέμισε τη χώρα συνδικάτα και ομοσπονδίες. Έφτασε να εκδίδει πάνω από δεκαπέντε εφημερίδες που αποσκοπούσαν αποκλειστικά στην υπεράσπιση των νέων οργανώσεων που είχε δημιουργήσει. Και όλα αυτά χωρίς πεντάρα. Τα χρήματα έβγαιναν από τη νέα συνείδηση που αποκτούσαν οι εργάτες.
Έτυχε κάποτε να δω κάπου τις πρέσες του Ρεκαμπάρρεν με την τόσο ηρωική προϋπηρεσία, που εξακολουθούσαν να δουλεύουν σαράντα χρόνια μετά. Μερικές από τις μηχανές εκείνες τις είχε χτυπήσει η αστυνομία για να τις καταστρέψει, αλλά μετά τις είχαν επισκευάσει με μεγάλη προσοχή. Διακρίνονταν οι τεράστιες πληγές κάτω από τις φροντισμένες συγκολλήσεις που κατάφεραν να τις κάνουν να ξαναδουλέψουν.
Σ’ εκείνες τις μεγάλες περιοδείες συνήθιζα να μένω στα πάμφτωχα σπίτια, τις παράγκες ή τα καλύβια των ανθρώπων της ερήμου. Σχεδόν πάντοτε με περίμενε στην είσοδο του ορυχείου μια ομάδα κρατώντας σημαιάκια. Ύστερα μου έδειχναν το μέρος όπου θα αναπαυόμουν. Από το ενδιαίτημά μου παρήλαυναν ολημερίς γυναίκες και άντρες με τα εργασιακά τους παράπονα, με τις λιγότερο ή περισσότερο ιδιωτικές διαφορές τους. Ενίοτε τα παράπονα ήταν τέτοια που ένας ξένος θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κωμικές ιδιοτροπίες έως και γελοιότητες. Για παράδειγμα, η έλλειψη τσαγιού μπορεί να αποτελούσε γι’ αυτούς αιτία απεργίας με σοβαρές συνέπειες. Μπορεί να διανοηθεί κανείς τόσο λονδρέζικες απαιτήσεις σε μια τόσο απομονωμένη περιοχή; Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι οι Χιλιανοί δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να πιουν τσάι κάμποσες φορές τη μέρα. Μερικοί από τους ξυπόλυτους εργάτες που με ρωτούσαν όλο αγωνία γιατί έλειπε αυτό το εξωτικό αλλά τόσο απαραίτητο γι’ αυτούς ρόφημα επιχειρηματολογούσαν σαν να απολογούνταν:
«Αν δεν πιούμε τσάι, ξέρετε, μας πιάνει τρομερός πονοκέφαλος».
Εκείνοι οι άνθρωποι, έγκλειστοι σε τείχη σιωπής, πάνω στην έρημη γη και κάτω από τον έρημο ουρανό, είχαν πάντοτε ζωηρό ενδιαφέρον για την πολιτική. Ήθελαν να ξέρουν τι συμβαίνει, τόσο στη Γιουγκοσλαβία όσο και στην Κίνα. Τους απασχολούσαν οι δυσχέρειες και οι αλλαγές στις σοσιαλιστικές χώρες, το αποτέλεσμα των μεγάλων απεργιών στην Ιταλία, οι φήμες περί πολέμου, το ξέσπασμα επαναστάσεων στα πιο μακρινά μέρη.
Σε εκατοντάδες συνεδριάσεις, με μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, δεχόμουν μονίμως το αίτημα να τους διαβάσω τα ποιήματά μου. Πολλές φορές μου τα ζητούσαν με τον τίτλο. Ποτέ δεν έμαθα φυσικά αν ήταν όλοι τους σε θέση να καταλάβουν ή όχι μερικούς ή πολλούς από τους στίχους μου. Ήταν δύσκολο να το καταλάβω σε κείνη την ατμόσφαιρα της απόλυτης βουβαμάρας, του ιερού σεβασμού με τον οποίο με άκουγαν. Τι σημασία έχει όμως αυτό; Εγώ, που είμαι ένας από τους πιο μορφωμένους ηλίθιους, ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω ουκ ολίγους στίχους του Χαίλντερλιν ή του Μαλλαρμέ. Σημειωτέον δε ότι τους διάβαζα με το ίδιο ιερό σέβας.
Το φαγητό, όταν ήθελαν να φανεί γιορτινό, ήταν ένα τσουκάλι με κότα, πουλερικό που σπανίζει στην πάμπα. Το έδεσμα που γέμιζε συχνότερα τα πιάτα τους ήταν κάτι που εγώ δύσκολα έβαζα στο στόμα μου: μαγειρευτά ινδικά χοιρίδια. Οι περιστάσεις είχαν μετατρέψει σε αγαπημένο πιάτο εκείνο το ζωάκι που γεννιόταν μόνο και μόνο για να πεθάνει στα εργαστήρια.
Τα κρεβάτια όπου έτυχε να κοιμηθώ στα αμέτρητα σπίτια που με φιλοξένησαν είχαν δύο μοναστικά χαρακτηριστικά. Τα σεντόνια τους ήταν κατάλευκα σαν το χιόνι και τόσο σκληρά από το πολύ κολλάρισμα που θα μπορούσαν να σταθούν όρθια από μόνα τους. Και τα κρεβάτια ήταν θεόσκληρα, όμοια με τη γη της ερήμου. Δεν είχαν στρώμα, παρά μόνο κάτι τάβλες, επίπεδες και ανελέητες.
Παρ’ όλα αυτά έκανα ευλογημένο ύπνο. Χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, τον μοιραζόμουν με την πολυάριθμη λεγεώνα των συντρόφων μου. Οι μέρες ήταν πάντα ξηρές και πυρακτωμένες σαν θράκα, αλλά οι νύχτες της ερήμου έριχναν τη δροσιά τους κάτω από ένα υπέροχο έναστρο στερέωμα.
Η ποίηση και η ζωή μου κύλησαν σαν ποτάμι της αμερικανικής ηπείρου, σαν χείμαρρος χιλιανών νερών που πηγάζουν από τα μυστικά βάθη των βουνών του Νότου και κατευθύνουν ακατάπαυστα το ρεύμα τους προς κάποια εκβολή στη θάλασσα. Η ποίησή μου δεν πέταξε τίποτα απ’ όσα κατάφερε να φέρει στην κοίτη της. Αποδέχτηκε το πάθος, βάθυνε το μυστήριο και άνοιξε δρόμο μέσα στις καρδιές του λαού.
Μου έλαχε να υποφέρω και να αγωνίζομαι, να αγαπάω και να τραγουδάω. Στη μοιρασιά του κόσμου μου έλαχε και ο θρίαμβος και η ήττα. Δοκίμασα τη γεύση και του ψωμιού και του αίματος. Τι άλλο να ζητήσει ο ποιητής; Και όλες οι εκδοχές, από το θρήνο μέχρι το φιλί, από τη μοναξιά μέχρι το λαό, ζουν μέσα στην ποίησή μου, λειτουργούν μέσα της, γιατί έχω ζήσει για την ποίησή μου, και η ποίησή μου στήριξε τους αγώνες μου. Κι αν αξιώθηκα να πάρω πολλά βραβεία, βραβεία εφήμερα σαν πεταλούδες από φευγαλέα γύρη, αξιώθηκα το μεγαλύτερο βραβείο, ένα βραβείο που πολλοί περιφρονούν αλλά που στην πραγματικότητα για τους περισσότερους είναι απρόσιτο. Κατάφερα μέσα από σκληρά μαθήματα αισθητικής και αναζήτησης, μέσα από τους λαβυρίνθους του γραπτού λόγου, να γίνω ο ποιητής του λαού μου. Αυτό είναι το βραβείο μου, και όχι τα βιβλία και τα μεταφρασμένα ποιήματα ή τα βιβλία που γράφτηκαν για να περιγράψουν ή να βαλσαμώσουν τα λόγια μου. Το βραβείο μου είναι εκείνη η μεγαλειώδης στιγμή της ζωής μου, όταν από τα έγκατα ενός ανθρακωρυχείου στη Λότα, με τον ήλιο να πέφτει καρφί στα καυτά βράχια, ξεπρόβαλε από το λαγούμι ένας άντρας σαν να ’βγαινε από την Κόλαση, με το πρόσωπο αλλοιωμένο από την τρομερή δουλειά, με τα μάτια κατακόκκινα από τη σκόνη, και μου έτεινε το αργασμένο του χέρι, εκείνο το χέρι που είχε το χάρτη της πάμπας χαραγμένο στους ρόζους και στις γραμμές του, λέγοντάς μου με μάτια που έλαμπαν: «Σε γνωρίζω πολύ καιρό τώρα, αδερφέ». Αυτές είναι οι δάφνες της ποίησής μου, αυτό το λαγούμι στην τρομερή πάμπα, απ’ όπου ξεπροβάλλει ο εργάτης εκείνος στον οποίο ο άνεμος και η νύχτα και τα άστρα της Χιλής έχουν ψιθυρίσει πολλές φορές: «Δεν είσαι μόνος σου. Υπάρχει ένας ποιητής που συλλογιέται τα βάσανά σου».
Μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής στις 15 Ιουλίου 1945.