Το περασμένο Σάββατο στην Κρήτη έλαβαν χώρα δύο εκδηλώσεις διαμαρτυρίας: Στην μια συμμετείχαν ορισμένοι κάτοικοι και επιχειρηματίες, οι οποίοι αντιτίθενται στην μαζική εισροή προσφύγων από την Βόρεια Αφρική, ενώ η δεύτερη οργανώθηκε από κατοίκους και φορείς του νησιού με σκοπό την στήριξη των ανθρώπων αυτών. Η εν λόγω συνθήκη αποτυπώνει εμφανώς τον διχασμό της τοπικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα, ως προς την απάντηση που αιτείται από την ελληνική πολιτική στο προσφυγικό. Σε αντίστοιχο κλίμα πόλωσης, εκτυλίσσονται στην Βουλή, οι συζητήσεις αναφορικά με την τροπολογία που κατέθεσε η κυβέρνηση για την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα, η αντιπαράθεση προέρχεται από την τροπολογία που ψηφίστηκε την Παρασκευή 11 Ιουλίου. Η εν λόγω τροποποίηση της νομοθεσίας έχει τέσσερεις άξονες: την τρίμηνη αναστολή της υποβολής αιτήσεων ασύλου για όσους εισέρχονται με πλωτά μέσα από την Βόρεια Αφρική, την άμεση επιστροφή τους στην χώρα προέλευσης, χωρίς την καταγραφή τους, την υποχρεωτική κράτηση των εισερχομένων σε κλειστές δομές, την μείωση των επιδομάτων σίτισης για τους αιτούντες και την ποινικοποίηση της παραμονής τους, μετά την απόρριψη του αιτήματος ασύλου.
Οι αντιδράσεις στην κυβερνητική πρόταση είχαν δύο πτυχές. Αρχικά βουλευτές από την Νέα Αριστερά, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, μίλησαν για «ρατσιστική και απάνθρωπη» ρύθμιση, ενώ το ζήτημα της συνταγματικότητας, προήλθε αμυδρά από την αξιωματική αντιπολίτευση με τον Ε. Βενιζέλο, παρά την μετριοπαθή στάση του κόμματος του. Όσον αφορά το ζήτημα της συνταγματικότητας, το έθιξαν, εκτός των κομμάτων της αντιπολίτευσης και άλλοι φορείς, όπως η Ένωση Διοικητικών Δικαστών (ΕΔΔ), με πυρήνα την παράβαση του δικαιώματος ασύλου, όπως ορίζεται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την Αρχή της Μη Επαναπροώθησης της Σύμβασης της Γενεύης και την καθολικότητα των διατάξεων αυτών, η οποία είναι δυσανάλογη της Αρχής του Κράτους Δικαίου και της Αναλογικότητας του ελληνικού Συντάγματος. Επίσης, αντικρούει στις υποχρεώσεις της χώρας σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνοπτικά, ο κανονισμός ορίζει, ότι οι χώρες υποδοχής των προσφύγων οφείλουν να καταγράφουν τους αιτούντες άσυλο και να εξετάζουν το εν λόγω αίτημα, χωρίς καθολικές εξαιρέσεις. Η Μεταναστευτική Πολιτική έχει τεθεί, γενικά, υπό την αρμοδιότητα της ΕΕ και άρα ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Κανονισμός Δουβλίνου, καθίστανται νομοθετικά δεσμευτικοί για όλες τις χώρες. Επιτρέπει, ωστόσο, την εθνική νομοθέτηση σε έκτακτες καταστάσεις, διάταξη που έκρινε η κυβέρνηση, ότι μπορεί να αξιοποιήσει για την τροπολογία που πέρασε την Παρασκευή. Αν και η συνταγματικότητα της εν λόγω διαδικασίας τίθεται ακόμα υπό ερώτηση, παραμένει σαφής η σύγκρουσή της με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στην συζήτηση περί αναγκαιότητας αιτήματος ασύλου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά όσον αφορά τους προερχόμενους από την Λιβύη, είναι κομβικής σημασίας η κατάσταση εμφύλιας σύγκρουσης που επικρατεί στην χώρα. Μετά το 2011, με την ανατροπή του Καντάφι, η χώρα βρίσκεται σε διαίρεση, με την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, αυτής της Τρίπολης και της Ανατολικής Λιβύης υπό το Χαφτάρ. Αν και απουσιάζει ο η επίσημη διακήρυξη ως «κράτους πολέμου», η Λιβύη κλυδωνίζεται από τις διαρκείς συγκρούσεις και ανθρωπιστικές κρίσεις, με πολλαπλούς θανάτους, οξεία οικονομική κρίση και φτώχεια, ενώ παράλληλα αποτελεί «πύλη» πρόσβασης στην Ευρώπη για πολλούς πρόσφυγες από την Αφρική. Παρακολουθώντας, επομένως τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τον διαρκή χαρακτηρισμό των ανθρώπων που καταφθάνουν στην Ελλάδα με πλωτά μέσα, ως «λαθρομετανάστες» ή «παράνομους μετανάστες» που αιτούνται προστασίας στην Ευρώπη, ας μου επιτραπεί η γλωσσική διόρθωση, και ο χαρακτηρισμός τους ως πρόσφυγες. Διότι, όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους που επιλέγουν -εν γνώσει τους ή μη- να κάνουν ένα ταξίδι σε συνθήκες εξαιρετικά επισφαλείς, προκειμένου να δραπετεύσουν από ένα εξίσου επισφαλές καθεστώς, δεν μπορούμε να το θέτουμε στο ίδιο πλαίσιο με την οικονομική ή εκπαιδευτική μετανάστευση.
Για την Ελλάδα η μετανάστευση δεν είναι άγνωστο ζήτημα. Αποτέλεσε, όμως, τον 20ο αιώνα περισσότερο χώρα εξαγωγής μεταναστών, παρά εισαγωγής προσφύγων. Οι αλλεπάλληλες κοινωνικοοικονομικές κρίσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα ως την δεκαετία του 1980 οδήγησαν πολλούς ανθρώπους να μεταναστεύσουν προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία ή την Ευρώπη, ενώ κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση πολλοί ακόμη, ιδίως νέοι, κατέφυγαν στην Ευρώπη. Σε μια χώρα, λοιπόν, με βεβαρυμμένο παρελθόν μετανάστευσης, αναμένουμε ακόμη περισσότερη αλληλεγγύη προς ανθρώπους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την χώρα τους, όχι μόνο λόγω οικονομικών προβλημάτων, αλλά πολεμικών συρράξεων. Ακόμη, μετά το Ναυάγιο της Πύλου και την διεθνή αντίδραση που προκάλεσε, η κυβέρνηση της Ελλάδας αναμενόταν να επιλέξει μια διαφορετική στάση απέναντι στην πολιτική ασύλου. Αυτοί, ωστόσο, δεν φαίνονται επαρκείς λόγοι.
Ενδιαφέρον στοιχείο στην συζήτηση περί αντιμετώπισης των προσφυγικών ροών από τις Μεσογειακές χώρες αποτελεί η αντίδραση της Ιταλίας. Το 2023 η Τζόρτια Μελόνι υπέγραψε, στο πλαίσιο αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής, συμφωνία με την Αλβανία για δημιουργία κλειστών κέντρων υποδοχών προσφύγων στην Αλβανία. Η συμφωνία Μελόνι – Ράμα, δέχθηκε σημαντική κριτική σε διεθνές επίπεδο, καθώς ερμηνεύτηκε ως παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, της Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το εθνικών Συνταγμάτων. Αναπόφευκτα, παρατηρούμε ομοιότητες μεταξύ της κριτικής των γειτονικών χωρών. Το πρόβλημα στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ότι η ιταλική κυβέρνηση είναι ακροδεξιά και αποβλέπει στο πλαίσιο αυτό στην αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής και ενίσχυση των συνόρων της. Θα ήθελε άραγε και η Ελλάδα να ακολουθήσει όμοιες διαδικασίες; Ή μήπως οι δηλώσεις του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου για «παραμύθια με μωρομάνες» και «εισβολές» προσφύγων είναι απλώς υπερβολικές;
Είναι βέβαιο, ότι οι χώρες της ανατολικής μεσογείου επιβαρύνονται δυσανάλογα με τις προσφυγικές ροές. Πράγματι, δεν υπάρχουν οι υποδομές και το προσωπικό για την υποδοχή και φιλοξενία των προσφύγων που καταφθάνουν σε αυτές. Ωστόσο, δεν αποτελεί λόγο παράβασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων. Εφ όσον, η ΕΕ έχει δημιουργήσει τέτοιο πλαίσιο, ώστε να επωμίζεται η Ελλάδα μεγαλύτερο ρόλο, από όσο μπορεί να διαχειριστεί, στα προσφυγικά ζητήματα, οφείλει να τεθεί και το ανάλογο πλαίσιο ενίσχυσης της χώρας για την δημιουργία υποδομών και την πρόσληψη προσωπικού που θα στελεχώσει την προσπάθεια. Επίσης, η ίδια χώρα οφείλει να προτεραιοποιήσει την αλληλεγγύη και την ενίσχυση όσων καταφθάνουν σε αυτήν, όχι για να ενισχύσουν την τουριστική βιομηχανία ή την αγορά ακινήτων, αλλά για να ζητήσουν αξιοπρεπής συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Μια συζήτηση για φιλοξενία και πλήρη ένταξη όλων των προσφύγων στην Ελλάδα, θα ήταν σίγουρα ουτοπική. Σίγουρα, ωστόσο, μπορεί να τους προσφερθεί μια καλύτερη μεταχείριση, με σεβασμό. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, χρειάζεται η ενίσχυση των διπλωματικών σχέσεων της χώρας και της Ευρώπης και η ανακατανομή προτεραιοτήτων και αρμοδιοτήτων εντός αυτής. Βασικό γνώμονα δεν πρέπει να αποτελέσει, «να μην γίνει η Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι», όπως ανέφερε ο Πρωθυπουργός, αλλά να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ανθρωπιστικών κρίσεων που φέρει το προσφυγικό ζήτημα.