Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι απλώς μία ακόμη παθογένεια της δημόσιας διοίκησης. Είναι μία ακόμη ένδειξη ότι στην Ελλάδα το κράτος – και κατά συνέπεια η πολιτική – εξακολουθούν να λειτουργούν περισσότερο ως μηχανισμός εξυπηρετήσεων παρά ως πεδίο παραγωγής πολιτικής με όρους δημοσίου συμφέροντος.
Ο κρατισμός, η κομματοκρατία και το πελατειακό σύστημα φαίνεται πως δεν είναι μόνο πολιτισμικό κατάλοιπο. Είναι δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικού μας συστήματος. Και το ερώτημα που τίθεται πλέον με όρους επιβίωσης είναι: μπορεί να μετασχηματιστεί αυτό το σύστημα από ρουσφετολογικό σε αξιοκρατικό;
Το πελατειακό κράτος στην Ελλάδα είναι ενσωματωμένο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν η δημόσια διοίκηση, τα κόμματα, ακόμη και οι θεσμοί κοινωνικής εκπροσώπησης. Ο διορισμός, η σύμβαση, η ανάθεση, ο διαγωνισμός – όλα υπόκεινται σε διαπραγμάτευση, συνήθως όχι με όρους αξιολόγησης αλλά με όρους εξυπηρέτησης.
Όσο περισσότερο εξυπηρετήσεις, τόσο καλύτερη η θέση που θα πάρεις. Οι θέσεις είναι πολλές. Από συντοπίτης βουλευτή μπορείς να βρεις δουλειά στο δημόσιο επειδή έφερες ψήφους στο “σωστό” κόμμα. Από Πρύτανης να γίνεις υφυπουργός επειδή στήριξες σθεναρά και έμπρακτα την κυβερνητική ατζέντα. Να τραμπουκίσεις ως επιχειρηματίας τους εργαζόμενους σου να ψηφίσουν “σωστά” και να πάρεις απευθείας αναθέσεις. Ως τέταρτη εξουσία να αποκρύπτεις θέματα που αγγίζουν τις άλλες τρεις εξουσίες και να είσαι προτεραιότητα στις κρατικές επιχορηγήσεις και στις τριγωνικές συναλλαγές. Ακόμα και Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορείς να γίνεις αν είσαι επαρκώς διαβρωμένος αξιακά!
Εμείς που μεγαλώσαμε μέσα στα χρόνια της κρίσης, δεν πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο πως “έτσι δουλεύουν τα πράγματα”. Ζούμε την αναξιοκρατία ως καθημερινό εμπόδιο. Και γι' αυτό η αποστροφή της νέας γενιάς προς την πολιτική οφείλεται σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της απώλειας εμπιστοσύνης σε ένα σύστημα που επιβραβεύει την “σχέση” και όχι το έργο.
Η μετάβαση σε ένα αξιοκρατικό σύστημα δεν είναι θέμα ηθικής μεταμέλειας του πολιτικού προσωπικού, αλλά βαθιάς θεσμικής αναδιάρθρωσης. Βλέπε για παράδειγμα την Εσθονία που από μια μετά-σοβιετική χώρα με βαρύ φορτίο διαφθοράς και αναποτελεσματικού κράτους, μέσα σε δύο δεκαετίες εξελίχθηκε σε πρότυπο ψηφιακής διακυβέρνησης, διαφάνειας και αξιοκρατίας.
Χρειάζεται στρατηγική, πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα ώστε να χτυπηθεί η ρίζα του προβλήματος, να ανασχεδιαστούν οι θεσμοί έτσι ώστε το ρουσφέτι να μην είναι εφικτό. Με την ψηφιοποίηση του κράτους, με πραγματικά ανεξάρτητες εποπτικές αρχές, με αξιοκρατία στις προσλήψεις και με διακομματική πολιτική βούληση και σταθερότητα, μπορούν να γίνουν άλματα που θα αναβαθμίσουν τη χώρα και τη ποιότητα ζωής μας.
Μπορεί να αλλάξει πραγματικά το πολιτικό σύστημα; Η απάντηση είναι ναι – αλλά όχι από μέσα. Όχι από όσους χρωστούν την ύπαρξή τους σε αυτό. Η πίεση πρέπει να έρθει από τη βάση, από εμάς τους νέους, από εμάς που δεν χρωστάμε και δεν μας χρωστάει κανείς. Είναι μια συμφωνία που πρέπει να κάνουμε όλοι και όλες ανεξαρτήτως ιδεολογικής κατεύθυνσης ή κομματικής προτίμησης.
Δεν πρέπει να δεχτούμε να γίνουμε η επόμενη γενιά που θα βρεθεί κάποιος καρεκλοκένταυρος που θα θέλει να μας δείξει με το δάχτυλο του και να μας πει: μαζί τα φάγαμε.
Ας γίνουμε η γενιά που λεει όχι στη λαμογιά, η γενιά που σέβεται τα χρήματα των φορολογούμενων, η γενιά που παράγει αξία, που έχει απαιτήσεις από το πολιτικό προσωπικό και που στόχος της είναι να χαράξει τον δρόμο προς την αξιοκρατία.